Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [raˈdɛnte]

1 που περνά επιφανειακά
2 που περνά ξυστά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raddrizzatore radenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raddoppio (ουσ αρσ )
raddrizzamento (ουσ αρσ )
raddrizzare (ρ. μτβ.)
raddrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddrizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
radente (επίθ.)
radenza (θηλ.ουσ)
radere (ρ. μτβ.)
radersi (ρ.μ. (αντων.))
radezza (θηλ.ουσ)
radiale (θηλ.ουσ)
radiale (επίθ.)
radialmente (επίρ.)
radiamento (ουσ αρσ )
radiante (ουσ αρσ )
radiante (επίθ.)
radianza (θηλ.ουσ)
radiare (ρ. μτβ.)
radiativo (επίθ.)
radiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---