Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraddrizzaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [raddrittsaˈmento] 1 εξάλειψη των ανωμαλιών 2 ανόρθωση (ηλεκτρολογία) 3 ομάλισις 4 ομαλισμός 5 ίσωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |