Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raddrizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [raddritˈtsare]

ισιώνω

raddrizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [raddritˈtsarsi]

1 γίνομαι απερίστροφος
2 καθαρίζω (για τον καιρό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raddrizzamento raddrizzatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raddoppiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raddoppiarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddoppiato (επίθ.)
raddoppio (ουσ αρσ )
raddrizzamento (ουσ αρσ )
raddrizzare (ρ. μτβ.)
raddrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddrizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
radente (επίθ.)
radenza (θηλ.ουσ)
radere (ρ. μτβ.)
radersi (ρ.μ. (αντων.))
radezza (θηλ.ουσ)
radiale (θηλ.ουσ)
radiale (επίθ.)
radialmente (επίρ.)
radiamento (ουσ αρσ )
radiante (ουσ αρσ )
radiante (επίθ.)
radianza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---