Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raddrizzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [raddrittsaˈtore]

1 ανορθωτική διάταξη
2 γέφυρα ανόρθωσης
3 ανορθωτής (ρεύματος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raddrizzarsi radente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raddoppiato (επίθ.)
raddoppio (ουσ αρσ )
raddrizzamento (ουσ αρσ )
raddrizzare (ρ. μτβ.)
raddrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddrizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
radente (επίθ.)
radenza (θηλ.ουσ)
radere (ρ. μτβ.)
radersi (ρ.μ. (αντων.))
radezza (θηλ.ουσ)
radiale (θηλ.ουσ)
radiale (επίθ.)
radialmente (επίρ.)
radiamento (ουσ αρσ )
radiante (ουσ αρσ )
radiante (επίθ.)
radianza (θηλ.ουσ)
radiare (ρ. μτβ.)
radiativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---