Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraddrizzatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [raddrittsaˈtore] 1 ανορθωτική διάταξη 2 γέφυρα ανόρθωσης 3 ανορθωτής (ρεύματος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |