radézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [raˈdettsa]
1 σποραδικότητα
2 στενότητα
3 σπανιότητα
4 αραιότητα
5 αμυδρότητα
6 διάστημα
7 στενότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [raˈdettsa]
1 σποραδικότητα
2 στενότητα
3 σπανιότητα
4 αραιότητα
5 αμυδρότητα
6 διάστημα
7 στενότητα
permalink
radezza (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android