Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [raˈdettsa]

1 σποραδικότητα
2 στενότητα
3 σπανιότητα
4 αραιότητα
5 αμυδρότητα
6 διάστημα
7 στενότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radersi radiale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raddrizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
radente (επίθ.)
radenza (θηλ.ουσ)
radere (ρ. μτβ.)
radersi (ρ.μ. (αντων.))
radezza (θηλ.ουσ)
radiale (θηλ.ουσ)
radiale (επίθ.)
radialmente (επίρ.)
radiamento (ουσ αρσ )
radiante (ουσ αρσ )
radiante (επίθ.)
radianza (θηλ.ουσ)
radiare (ρ. μτβ.)
radiativo (επίθ.)
radiato (επίθ.)
radiatore (ουσ αρσ )
radiazione (θηλ.ουσ)
radica (θηλ.ουσ)
radicale (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---