Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raddolciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raddolʧiˈmento]

1 μαλάκωμα (μετάλλου)
2 εξιλέωση
3 ξαλάφρωμα
4 ανακούφιση
5 γλύκανση
6 καλμάρισμα
7 ελάφρυνση
8 κατέβασμα έντασης ήχου
9 καταπράυνση
10 καθησύχαση
11 εξευμενισμός
12 προφορά με τον ουρανίσκο
13 εξιλασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raddobbo raddolcire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raddensare (ρ. μτβ.)
raddensarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raddobbare (ρ. μτβ.)
raddobbo (ουσ αρσ )
raddolcimento (ουσ αρσ )
raddolcire (ρ.αμτβ.)
raddolcire (ρ. μτβ.)
raddolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
raddoppiamento (ουσ αρσ )
raddoppiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raddoppiarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddoppiato (επίθ.)
raddoppio (ουσ αρσ )
raddrizzamento (ουσ αρσ )
raddrizzare (ρ. μτβ.)
raddrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddrizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
radente (επίθ.)
radenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---