raddolciménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [raddolʧiˈmento]
1 μαλάκωμα (μετάλλου)
2 εξιλέωση
3 ξαλάφρωμα
4 ανακούφιση
5 γλύκανση
6 καλμάρισμα
7 ελάφρυνση
8 κατέβασμα έντασης ήχου
9 καταπράυνση
10 καθησύχαση
11 εξευμενισμός
12 προφορά με τον ουρανίσκο
13 εξιλασμός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [raddolʧiˈmento]
1 μαλάκωμα (μετάλλου)
2 εξιλέωση
3 ξαλάφρωμα
4 ανακούφιση
5 γλύκανση
6 καλμάρισμα
7 ελάφρυνση
8 κατέβασμα έντασης ήχου
9 καταπράυνση
10 καθησύχαση
11 εξευμενισμός
12 προφορά με τον ουρανίσκο
13 εξιλασμός
permalink
raddolcimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android