Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raddensàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [raddenˈsare]

1 πυκνώνω
2 συμπυκνώνω

raddensarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [raddenˈsarsi]

1 γίνομαι πιο πυκνός
2 συμπυκνώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raddensamento raddensatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radarlocalizzazione (θηλ.ουσ)
radazza (θηλ.ουσ)
radazzare (ρ. μτβ.)
raddensabile (επίθ.)
raddensamento (ουσ αρσ )
raddensare (ρ. μτβ.)
raddensarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raddobbare (ρ. μτβ.)
raddobbo (ουσ αρσ )
raddolcimento (ουσ αρσ )
raddolcire (ρ.αμτβ.)
raddolcire (ρ. μτβ.)
raddolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
raddoppiamento (ουσ αρσ )
raddoppiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raddoppiarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddoppiato (επίθ.)
raddoppio (ουσ αρσ )
raddrizzamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---