Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraddensatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [raddensaˈtore] 1 πυκνωτική ουσία 2 συμπυκνωτής 3 ουσία πηξίματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |