Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraddensaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [raddensaˈmento] 1 πήξιμο 2 πύκνωμα 3 υγροποίηση 4 πήξη 5 πύκνωση 6 συμπύκνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |