Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raddolcìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [raddolˈʧire]

1 γίνομαι γλυκός
2 ανακουφίζομαι
3 μαλακώνω
4 ξανασαίνω
5 γίνομαι πιο ήπιος
6 ξαλαφρώνω
7 παρηγορούμαι

raddolcìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [raddolˈʧire]

1 γλυκαίνω
2 ανακουφίζω
3 κατεβάζω ένταση ήχου
4 καλοπιάνω
5 μαλακώνω (μέταλλο)
6 κατεβάζω τους τόνους
7 κάνω κάτι ελκυστικότερο
8 κάνω λιγότερο οδυνηρό
9 απαλύνω
10 εξευμενίζω

raddolcirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [raddolˈʧirsi]

1 ανακουφίζομαι
2 γίνομαι πιο ήπιος
3 γίνομαι γλυκός
4 ξανασαίνω
5 μαλακώνω
6 παρηγορούμαι
7 ξαλαφρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raddolcimento raddoppiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raddensarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raddobbare (ρ. μτβ.)
raddobbo (ουσ αρσ )
raddolcimento (ουσ αρσ )
raddolcire (ρ.αμτβ.)
raddolcire (ρ. μτβ.)
raddolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
raddoppiamento (ουσ αρσ )
raddoppiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raddoppiarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddoppiato (επίθ.)
raddoppio (ουσ αρσ )
raddrizzamento (ουσ αρσ )
raddrizzare (ρ. μτβ.)
raddrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddrizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
radente (επίθ.)
radenza (θηλ.ουσ)
radere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---