Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plafond  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [plaˈfɔn]

1 μέγιστο ποσό πίστωσης
2 οροφή πίστωσης
3 όριο πίστωσης
4 πιστωτικό όριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  placoide plafoniera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

placidamente (επίρ.)
placidità (θηλ.ουσ)
placido (επίθ.)
placito (ουσ αρσ )
placoide (επίθ.)
plafond (ουσ αρσ )
plafoniera (θηλ.ουσ)
plaga (θηλ.ουσ)
plagiare (ρ. μτβ.)
plagiario (ουσ αρσ )
plagiario (επίθ.)
plagio (ουσ αρσ )
plagioclasio (ουσ αρσ )
plaid (ουσ αρσ )
planare (επίθ.)
planare (ρ.αμτβ.)
planaria (θηλ.ουσ)
planarità (θηλ.ουσ)
planata (θηλ.ουσ)
plancia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---