Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


planàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [plaˈnata]

1 ανεμοπορία
2 γλίστρημα ανεμοπλάνου
3 πτήση ή αιώρηση σε μεγάλο ύψος
4 πλανάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  planarità plancia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plaid (ουσ αρσ )
planare (επίθ.)
planare (ρ.αμτβ.)
planaria (θηλ.ουσ)
planarità (θηλ.ουσ)
planata (θηλ.ουσ)
plancia (θηλ.ουσ)
plancton (ουσ αρσ )
planctonico (επίθ.)
planetario (ουσ αρσ )
planetario (επίθ.)
planetoide (ουσ αρσ )
planetologia (θηλ.ουσ)
planetologico (επίθ.)
planetologo (ουσ αρσ )
planimetria (θηλ.ουσ)
planimetrico (επίθ.)
planimetro (ουσ αρσ )
planisfero (ουσ αρσ )
planitudine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---