Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplància
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈplanʧa] 1 μαδέρι-σκάλα πλοίου 2 γέφυρα (τιμονιέρη) 3 πίνακας οργάνων 4 κινητή γέφυρα φόρτωσης πλοίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |