Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplanàre
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [plaˈnare] 1 επίπεδος 2 διδιάστατος planàre ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [plaˈnare] 1 πετώ με τα φτερά ακίνητα 2 ανεμοπορώ 3 πετώ ή αιωρούμαι σε μεγάλο ύψος 4 πλανάρω σε επιφάνεια νερού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |