Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplagiàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [plaˈʤarjo] 1 αντιγραφέας 2 λογοκλόπος plagiàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [plaˈʤarjo] ο της λογοκλοπής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |