ItalianoGreco


plaid  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈplɛjd], [ˈplɛd]

1 κάλυμμα για γόνατα σε άμαξα
2 κιλίμι κατάλληλο για ταξίδι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---