ItalianoGreco


plàgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈplaʤo]

1 ηθική υποδούλωση
2 λογοκλοπία
3 αντιγραφή
4 λογοκλοπή
5 πειρατεία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---