Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


planetòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [planeˈtɔlogo]

1 αστρονόμος ειδικός στους πλανήτες
2 πλανητολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  planetologico planimetria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

planetario (ουσ αρσ )
planetario (επίθ.)
planetoide (ουσ αρσ )
planetologia (θηλ.ουσ)
planetologico (επίθ.)
planetologo (ουσ αρσ )
planimetria (θηλ.ουσ)
planimetrico (επίθ.)
planimetro (ουσ αρσ )
planisfero (ουσ αρσ )
planitudine (θηλ.ουσ)
planografico (επίθ.)
plantare (ουσ αρσ )
plantare (επίθ.)
plantigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
plasma (ουσ αρσ )
plasmabile (επίθ.)
plasmabilità (θηλ.ουσ)
plasmare (ρ. μτβ.)
plasmatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---