Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plantìgrado  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [planˈtigrado]

πελματοβάμων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plantare plasma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

planisfero (ουσ αρσ )
planitudine (θηλ.ουσ)
planografico (επίθ.)
plantare (ουσ αρσ )
plantare (επίθ.)
plantigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
plasma (ουσ αρσ )
plasmabile (επίθ.)
plasmabilità (θηλ.ουσ)
plasmare (ρ. μτβ.)
plasmatico (επίθ.)
plasmatore (ουσ αρσ )
plasmatore (επίθ.)
plasmina (θηλ.ουσ)
plasmodio (ουσ αρσ )
plastica (θηλ.ουσ)
plasticare (ρ. μτβ.)
plasticatore (ουσ αρσ )
plasticità (θηλ.ουσ)
plastico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---