ItalianoGreco


plasticatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [plastikaˈtore]

1 γλύπτης
2 καλλιτέχνης πλαστικής τέχνης
3 κατασκευαστής προπλασμάτων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---