Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plàstico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈplastiko]

1 πλαστικό εκρηκτικό
2 ανάγλυφο μοντέλο

plàstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈplastiko]

1 πλαστικός
2 αρμονικός
3 χυτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plasticità plastidio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plasmodio (ουσ αρσ )
plastica (θηλ.ουσ)
plasticare (ρ. μτβ.)
plasticatore (ουσ αρσ )
plasticità (θηλ.ουσ)
plastico (ουσ αρσ )
plastico (επίθ.)
plastidio (ουσ αρσ )
plastificante (αρσ. επίθ και ουσ)
plastificare (ρ. μτβ.)
plastificato (επίθ.)
plastificazione (θηλ.ουσ)
plastilina (θηλ.ουσ)
plastomero (ουσ αρσ )
platanaria (θηλ.ουσ)
plataneto (ουσ αρσ )
platano (ουσ αρσ )
platea (θηλ.ουσ)
plateale (επίθ.)
platealità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---