Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plateàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [plateˈale]

1 θορυβώδης με επιθετικό τρόπο
2 αγοραίος
3 φιγουρατζίδικος
4 προφανής
5 αλάνθαστος
6 πρόστυχος
7 καταφανής
8 καμαρωτός
9 χτυπητός
10 εξεζητημένος
11 θεατρινίστικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  platea platealità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plastomero (ουσ αρσ )
platanaria (θηλ.ουσ)
plataneto (ουσ αρσ )
platano (ουσ αρσ )
platea (θηλ.ουσ)
plateale (επίθ.)
platealità (θηλ.ουσ)
platealmente (επίρ.)
plateatico (ουσ αρσ )
plateau (ουσ αρσ )
platelminti (ουσ αρσ πληθ.)
platina (θηλ.ουσ)
platinare (ρ. μτβ.)
platinato (επίθ.)
platinatura (θηλ.ουσ)
platinico (επίθ.)
platinifero (επίθ.)
platino (ουσ αρσ )
platinoide (επίθ.)
platinotipia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---