Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


platinìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [platiˈnifero]

1 πλατινοφόρος
2 με κοιτάσματα πλατίνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  platinico platino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

platina (θηλ.ουσ)
platinare (ρ. μτβ.)
platinato (επίθ.)
platinatura (θηλ.ουσ)
platinico (επίθ.)
platinifero (επίθ.)
platino (ουσ αρσ )
platinoide (επίθ.)
platinotipia (θηλ.ουσ)
platone (ουσ αρσ )
platonicamente (επίρ.)
platonico (ουσ αρσ )
platonico (επίθ.)
platonismo (ουσ αρσ )
plaudente (επίθ.)
plaudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
plausibile (επίθ.)
plausibilità (θηλ.ουσ)
plauso (ουσ αρσ )
playback (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---