Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplatònico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [plaˈtɔniko] νεοπλατωνικός φιλόσοφος platònico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [plaˈtɔniko] 1 ο του Πλάτωνα 2 ιδεαλιστικός 3 πλατωνικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |