Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


platonìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [platoˈnizmo]

πλατωνισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  platonico plaudente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

platinotipia (θηλ.ουσ)
platone (ουσ αρσ )
platonicamente (επίρ.)
platonico (ουσ αρσ )
platonico (επίθ.)
platonismo (ουσ αρσ )
plaudente (επίθ.)
plaudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
plausibile (επίθ.)
plausibilità (θηλ.ουσ)
plauso (ουσ αρσ )
playback (ουσ αρσ )
playboy (ουσ αρσ )
play–off (ουσ αρσ )
plebaglia (θηλ.ουσ)
plebe (θηλ.ουσ)
plebeismo (ουσ αρσ )
plebeo (ουσ αρσ )
plebeo (επίθ.)
plebiscitario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---