Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplay–off
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,plɛjˈɔf] 1 τελικός αγώνας 2 σειρά τελικών αγώνων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |