Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplebèo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pleˈbɛo] 1 ποπολάρος 2 κοινός άνθρωπος 3 μικροαστός 4 πληβείος 5 φτωχαδάκι plebèo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pleˈbɛo] 1 πληβείος 2 χυδαίος 3 κοινός 4 πρόστυχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |