Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplàtina, platìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈplatina], [plaˈtina] 1 τύμπανο γραφομηχανής 2 πλάκα πιεστηρίου 3 κύλινδρος γραφομηχανής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |