Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plateau  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [plaˈto]

1 οροπέδιο
2 υψίπεδο
3 καφάσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plateatico platelminti  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

platea (θηλ.ουσ)
plateale (επίθ.)
platealità (θηλ.ουσ)
platealmente (επίρ.)
plateatico (ουσ αρσ )
plateau (ουσ αρσ )
platelminti (ουσ αρσ πληθ.)
platina (θηλ.ουσ)
platinare (ρ. μτβ.)
platinato (επίθ.)
platinatura (θηλ.ουσ)
platinico (επίθ.)
platinifero (επίθ.)
platino (ουσ αρσ )
platinoide (επίθ.)
platinotipia (θηλ.ουσ)
platone (ουσ αρσ )
platonicamente (επίρ.)
platonico (ουσ αρσ )
platonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---