Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plàtano  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈplatano]

ο πλάτανος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  plataneto platea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

plastificazione (θηλ.ουσ)
plastilina (θηλ.ουσ)
plastomero (ουσ αρσ )
platanaria (θηλ.ουσ)
plataneto (ουσ αρσ )
platano (ουσ αρσ )
platea (θηλ.ουσ)
plateale (επίθ.)
platealità (θηλ.ουσ)
platealmente (επίρ.)
plateatico (ουσ αρσ )
plateau (ουσ αρσ )
platelminti (ουσ αρσ πληθ.)
platina (θηλ.ουσ)
platinare (ρ. μτβ.)
platinato (επίθ.)
platinatura (θηλ.ουσ)
platinico (επίθ.)
platinifero (επίθ.)
platino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---