plasticàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [plastiˈkare]
1 πλαστικοποιώ
2 σχεδιάζω ή μιμούμαι φόρμες
3 πλάθω
4 καλύπτω με πλαστική ύλη
5 αναπαράγω πρόπλασμα ή ομοίωμα
6 κάνω επίθεση με πλαστική βόμβα
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [plastiˈkare]
1 πλαστικοποιώ
2 σχεδιάζω ή μιμούμαι φόρμες
3 πλάθω
4 καλύπτω με πλαστική ύλη
5 αναπαράγω πρόπλασμα ή ομοίωμα
6 κάνω επίθεση με πλαστική βόμβα
permalink
plasticare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android