Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplastificàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [plastifiˈkato] 1 καλυμμένος με πλαστικό 2 πλαστικοποιημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |