ItalianoGreco


plantàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [planˈtare]

ορθοπεδικό στήριγμα πέλματος

plantàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [planˈtare]

1 ο του πέλματος
2 πελματικός
3 πελματιαίος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---