Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplanimetrìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [planimeˈtria] 1 επιπεδομετρία 2 τοπογραφικό σχέδιο 3 γεωμετρία επιπέδων 4 εμβαδομέτρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |