Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


plàcito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈplaʧito]

1 δικαστική απόφαση
2 απόφαση (νομικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  placido placoide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

placentazione (θηλ.ουσ)
placet (ουσ αρσ )
placidamente (επίρ.)
placidità (θηλ.ουσ)
placido (επίθ.)
placito (ουσ αρσ )
placoide (επίθ.)
plafond (ουσ αρσ )
plafoniera (θηλ.ουσ)
plaga (θηλ.ουσ)
plagiare (ρ. μτβ.)
plagiario (ουσ αρσ )
plagiario (επίθ.)
plagio (ουσ αρσ )
plagioclasio (ουσ αρσ )
plaid (ουσ αρσ )
planare (επίθ.)
planare (ρ.αμτβ.)
planaria (θηλ.ουσ)
planarità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---