Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


placidità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [plaʧidiˈta]

1 ηρεμία
2 γαλήνη
3 αταραξία
4 πραότητα
5 σιγαλιά
6 κάλμα
7 ησυχία
8 ημεράδα
9 ειρήνη
10 ηπιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  placidamente placido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

placentato (αρσ. επίθ και ουσ)
placentati (ουσ αρσ πληθ.)
placentazione (θηλ.ουσ)
placet (ουσ αρσ )
placidamente (επίρ.)
placidità (θηλ.ουσ)
placido (επίθ.)
placito (ουσ αρσ )
placoide (επίθ.)
plafond (ουσ αρσ )
plafoniera (θηλ.ουσ)
plaga (θηλ.ουσ)
plagiare (ρ. μτβ.)
plagiario (ουσ αρσ )
plagiario (επίθ.)
plagio (ουσ αρσ )
plagioclasio (ουσ αρσ )
plaid (ουσ αρσ )
planare (επίθ.)
planare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---