Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


placidaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [plaʧidaˈmente]

1 ήσυχα
2 ήρεμα
3 ευγενικά
4 ειρηνικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  placet placidità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

placentale (ουσ αρσ )
placentato (αρσ. επίθ και ουσ)
placentati (ουσ αρσ πληθ.)
placentazione (θηλ.ουσ)
placet (ουσ αρσ )
placidamente (επίρ.)
placidità (θηλ.ουσ)
placido (επίθ.)
placito (ουσ αρσ )
placoide (επίθ.)
plafond (ουσ αρσ )
plafoniera (θηλ.ουσ)
plaga (θηλ.ουσ)
plagiare (ρ. μτβ.)
plagiario (ουσ αρσ )
plagiario (επίθ.)
plagio (ουσ αρσ )
plagioclasio (ουσ αρσ )
plaid (ουσ αρσ )
planare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---