Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplacentàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [plaʧenˈtato] πλακουντοφόρος placentati ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [plaʧenˈtati] 1 πλακουντοφόρα 2 πλακουντικά θηλαστικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |