Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palafìtta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [palaˈfitta]

1 πασσαλόχτιστο σπίτι
2 πασσαλόπηκτο σπίτι
3 προὶστορική κατοικία
4 παραλίμνια κατοικία
5 κατασκευή με πασσάλους
6 πασσάλωμα
7 παλούκια
8 πάσσαλοι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paladino palafittare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paiolo (ουσ αρσ )
pakistano (ουσ αρσ )
pakistano (επίθ.)
pala (θηλ.ουσ)
paladino (ουσ αρσ )
palafitta (θηλ.ουσ)
palafittare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palafitticolo (ουσ αρσ )
palafitticolo (επίθ.)
palafreniere (ουσ αρσ )
palafreno (ουσ αρσ )
palaia (θηλ.ουσ)
palamento (ουσ αρσ )
palamidone (ουσ αρσ )
palamita (θηλ.ουσ)
palamite (ουσ αρσ )
palamito (ουσ αρσ )
palanca (θηλ.ουσ)
palanchino (ουσ αρσ )
palanco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---