ItalianoGreco


palànco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈlanko]

1 σύσπαστο
2 πολύσπαστο
3 σύστημα τροχαλιών για το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα πλοίου
4 σύσπαστον
5 εργάτης (μηχάνημα ανύψωσης)
6 βαρούλκο
7 παλάγκο
8 εργατοκύλινδρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---