Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paˈlata]

1 χτύπημα κουπιού
2 φτυαριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palare palatale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palanchino (ουσ αρσ )
palanco (ουσ αρσ )
palancola (θηλ.ουσ)
palandrana (θηλ.ουσ)
palare (ρ. μτβ.)
palata (θηλ.ουσ)
palatale (θηλ. επίθ και ουσ)
palatalizzare (ρ. μτβ.)
palatalizzazione (θηλ.ουσ)
palatinato (ουσ αρσ )
palatino (ουσ αρσ )
palatino (επίθ.)
palato (ουσ αρσ )
palatura (θηλ.ουσ)
palazzo (ουσ αρσ )
palchettista (ουσ αρσ και θηλ.)
palchetto (ουσ αρσ )
palco (ουσ αρσ )
palcoscenico (ουσ αρσ )
paleggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---