Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàlco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpalko] 1 (piattaforma) η εξέδρα 2 (teatro) το θεωρείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |