Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalchétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [palˈketto] 1 θεωρείο 2 δοκάρι πλαὶνών ορυχείου 3 ράφι 4 ράφι (βιβλιοθήκης) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |