Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palchétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palˈketto]

1 θεωρείο
2 δοκάρι πλαὶνών ορυχείου
3 ράφι
4 ράφι (βιβλιοθήκης)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palchettista palco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palatino (επίθ.)
palato (ουσ αρσ )
palatura (θηλ.ουσ)
palazzo (ουσ αρσ )
palchettista (ουσ αρσ και θηλ.)
palchetto (ουσ αρσ )
palco (ουσ αρσ )
palcoscenico (ουσ αρσ )
paleggiare (ρ. μτβ.)
palella (θηλ.ουσ)
paleo (ουσ αρσ )
paleoantropo (ουσ αρσ )
paleoantropologia (θηλ.ουσ)
paleobotanica (θηλ.ουσ)
paleocene (ουσ αρσ )
paleoclima (ουσ αρσ )
paleoclimatologia (θηλ.ουσ)
paleocristiano (επίθ.)
paleogene (ουσ αρσ )
paleogenetica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---