Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palàzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈlattso]

το παλάτι, το μέγαρο, το κτίριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palatura palchettista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


palazzo [αρσ.] dello sport = το αθλητικό στάδιο || palazzo [αρσ.] reale = το ανάκτορο, το παλάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palatinato (ουσ αρσ )
palatino (ουσ αρσ )
palatino (επίθ.)
palato (ουσ αρσ )
palatura (θηλ.ουσ)
palazzo (ουσ αρσ )
palchettista (ουσ αρσ και θηλ.)
palchetto (ουσ αρσ )
palco (ουσ αρσ )
palcoscenico (ουσ αρσ )
paleggiare (ρ. μτβ.)
palella (θηλ.ουσ)
paleo (ουσ αρσ )
paleoantropo (ουσ αρσ )
paleoantropologia (θηλ.ουσ)
paleobotanica (θηλ.ουσ)
paleocene (ουσ αρσ )
paleoclima (ουσ αρσ )
paleoclimatologia (θηλ.ουσ)
paleocristiano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---