Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalanchìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [palanˈkino] 1 μοχλός 2 μπάρα εισόδου στρατοπέδου 3 ανατολίτικο σκεπαστό φορείο 4 είδος τροχαλίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |