Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpala] 1 (attrezzo) το φτυάρι 2 (di remo) η παλάμι 3 (di elica) το πτερύγιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |