Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paiolàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pajoˈlata]

1 κακαβιά
2 ποσότητα δοχείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paio paiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paguro (ουσ αρσ )
paidologia (θηλ.ουσ)
paillard (θηλ.ουσ)
paillette (θηλ.ουσ)
paio (ουσ αρσ )
paiolata (θηλ.ουσ)
paiolo (ουσ αρσ )
pakistano (ουσ αρσ )
pakistano (επίθ.)
pala (θηλ.ουσ)
paladino (ουσ αρσ )
palafitta (θηλ.ουσ)
palafittare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palafitticolo (ουσ αρσ )
palafitticolo (επίθ.)
palafreniere (ουσ αρσ )
palafreno (ουσ αρσ )
palaia (θηλ.ουσ)
palamento (ουσ αρσ )
palamidone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---