Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palafittìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palafitˈtikolo]

1 ένοικος παραλίμνιας κατοικίας
2 κάτοικος κοντά σε λίμνη

palafittìcolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [palafitˈtikolo]

1 ο των προὶστορικών κατοικιών
2 ο των παραλίμνιων κατοικιών
3 παραλίμνιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palafittare palafreniere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pakistano (επίθ.)
pala (θηλ.ουσ)
paladino (ουσ αρσ )
palafitta (θηλ.ουσ)
palafittare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palafitticolo (ουσ αρσ )
palafitticolo (επίθ.)
palafreniere (ουσ αρσ )
palafreno (ουσ αρσ )
palaia (θηλ.ουσ)
palamento (ουσ αρσ )
palamidone (ουσ αρσ )
palamita (θηλ.ουσ)
palamite (ουσ αρσ )
palamito (ουσ αρσ )
palanca (θηλ.ουσ)
palanchino (ουσ αρσ )
palanco (ουσ αρσ )
palancola (θηλ.ουσ)
palandrana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---