Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paladìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palaˈdino]

1 πρωταθλητής
2 πρωταγωνιστής
3 πρωταθλητής μεσαιωνικού πρίγκιπα
4 προεξέχων πρωταγωνιστής γεγονότος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pala palafitta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paiolata (θηλ.ουσ)
paiolo (ουσ αρσ )
pakistano (ουσ αρσ )
pakistano (επίθ.)
pala (θηλ.ουσ)
paladino (ουσ αρσ )
palafitta (θηλ.ουσ)
palafittare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palafitticolo (ουσ αρσ )
palafitticolo (επίθ.)
palafreniere (ουσ αρσ )
palafreno (ουσ αρσ )
palaia (θηλ.ουσ)
palamento (ουσ αρσ )
palamidone (ουσ αρσ )
palamita (θηλ.ουσ)
palamite (ουσ αρσ )
palamito (ουσ αρσ )
palanca (θηλ.ουσ)
palanchino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---