Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈjɔlo] 1 λέβητας 2 πυροβολείο με ενισχυμένη βάση όπλων 3 καζάνι 4 λεβέτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |